- υποστασιακός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με την υπόσταση, με την ύπαρξη: Υποστασιακή φιλοσοφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποστασιακός — ή, ό, Ν [υπόσταση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόσταση … Dictionary of Greek